Η συχνότητα των διδύμων κυήσεων είναι 3,3% και το 70% αυτών προέρχονται από αυτόματες συλλήψεις. Ωστόσο η καθυστερημένη τεκνοποίηση των ζευγαριών και η αύξηση των θεραπειών υπογονιμότητας αύξησαν την συχνότητά τους. Ο τρόπος που μπορεί να προκύψει μία δίδυμη κύηση είναι πολύπλοκος. Η συχνότητα επιπλοκών τόσο για την μητέρα όσο και για τα έμβρυα αναμφίβολα είναι μεγαλύτερη οπότε η παρακολούθησή τους θα πρέπει να είναι πιο στενή.
Πρώτη επίσκεψη
Μισό αιώνα πριν , η διάγνωση του 50% των διδύμων κυήσεων γινόταν κατά τον τοκετό. Ωστόσο η ευρεία εισαγωγή των υπερήχων στην μαιευτική έχει αλλάξει το τοπίο και πλέον στις αναπτυγμένες χώρες η διάγνωση της γίνεται πολύ νωρίς ,όπως και ο εντοπισμός τους (εξωμήτριο/ενδομήτριο) , ο αριθμός των εμβρυϊκών σάκων , ο αριθμός των εμβρύων και ο εντοπισμός των πλακούντων. Ο καθορισμός τους παίζει ρόλο για την ταυτοποίηση του είδους της δίδυμης κύησης και ακολούθως της συχνότητας των επισκέψεων.
Καθορισμός της χοριονικότητας και της ηλικίας κύησης
Ο καθορισμός του αριθμού των πλακούντων που έχει η δίδυμη κύηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για την έκβασή της καθώς θα καθορίζει την χοριονικότητά της ενώ ο καθορισμός των αμνιακών σάκων θα καθορίσει την αμνιονικότητα της κύησης. Ο υπερηχογραφικός καθορισμός των παραπάνω έχει αξιοπιστία 99% πριν τις 14 εβδ. κύησης και γίνεται εκτιμώντας των πάχος των μεμβρανών μεταξύ των δύο σάκων. Εάν αυτό είναι λεπτό (σημείο έκφυσης : Τ ) υποδηλώνει μονοχοριακή δίδυμη κύηση ενώ εάν είναι παχύ (σημείο έκφυσης :Λ) διχοριακή κύηση. Έτσι οι δίδυμες κυήσεις χαρακτηρίζονται διχοριακές /μονοχοριακές και διαμνιακές/μονοαμνιακές.
Ο καθορισμός της ηλικίας κύησης είναι επίσης σημαντικός ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον συγκεκαλυμμένες περιπτώσεις υπολειπόμενης ανάπτυξης ενός από τα δύο έμβρυα . Έτσι στις δίδυμες κυήσεις που προήλθαν από αυτόματη σύλληψη ο καθορισμός της ηλικίας κύησης γίνεται από την υπερηχογραφική μέτρηση του κεφαλο-ουραίου μήκος (CRL) του μεγαλύτερου εμβρύου και σε αυτές που προήλθαν από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή από την ημερομηνία της μεταφορά των εμβρύων.
Μερικές φορές μεταξύ των διδύμων εμβρύων παρατηρείται διαφορά στις μετρήσεις του CRL. Στις περιπτώσεις που είναι >10-15% στις 11-14 εβδομάδες κύησης σημαίνει ότι στις διχοριακές κυήσεις υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πρόωρου τοκετού (<34 εβδ.) , περιορισμού ανάπτυξης ενός εμβρύου τουλάχιστον , διαφορά βάρους γέννησης , κίνδυνος για χρωμοσωμικές ανωμαλίες και ίσως απώλεια ενός από τα δύο έμβρυα. Επιπλέον στις μονοχοριακές κυήσεις η διαφορά του μήκους των εμβρύων σχετίζεται με περιορισμό του βάρους ενός από τα δύο και με το σύνδρομο έμβρυο-εμβρυϊκής μετάγγισης (TTTS). Τέλος διαφορά κεφαλο-ουραίου μήκους των δύο εμβρύων (CRL>10%) μπορεί να διαπιστωθεί στο 25% των διδύμων κυήσεων με ανατομικές ανωμαλίες των εμβρύων ενώ όταν η διαφορά είναι CRL<10% αυτό συμβαίνει μόνο στο 4% . Αντίθετα όταν η διαφορά είναι >15% στο 40-50% η κύηση θα έχει κακή έμβαση (ενδομήτριος θάνατος, TTTS, εκλεκτικός περιορισμός ανάπτυξης) οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται στενότερη παρακολούθηση.
Μετά την αποσαφήνιση των παραπάνω που οπωσδήποτε πρέπει να γίνει στο 1ο τρίμηνο της κύησης ακολουθεί ο έλεγχος χρωμοσωμικών ανωμαλιών των εμβρύων στις 12 εβδομάδες κύησης. Ακολούθως στις μη επιπλεγμένες διχοριακές διαμνιακές κυήσεις η συχνότητα των επισκέψεων είναι κάθε 4 εβδομάδες εκτός εάν προκύψει λόγος για κάτι διαφορετικό. Στις μη επιπλεγμένες μονοχοριακές διαμνιακές κυήσεις οι επισκέψεις μετά τις 16 εβδομάδες της κύησης θα πρέπει να είναι κάθε 2 εβδομάδες ώστε να ανακαλυφθούν και να αντιμετωπιστούν τυχόν επιπλοκές (TTTS, TAPS) . Σε κάθε επίσκεψη πέρα από τον ενδελεχή έλεγχο της μητέρας η υπερηχογραφική παρακολούθηση του εμβρύου αφορά την βιομετρία του, την εκτίμηση του αμνιακού υγρού, την εκτίμηση της ροής αίματος στην ομφαλική αρτηρία (Doppler) των δύο εμβρύων. Ειδικά στις μονοχοριακές διαμνιακές κυήσεις μετά τις 20 εβδομάδες κύησης θα πρέπει να εκτιμάται η ροή αίματος στην μέση εγκεφαλική αρτηρία των εμβρύων για τον έλεγχο του TAPS και του αμνιακού υγρού για το TTTS. Στις 20 εβδομάδες όπως και στις μονήρεις κυήσεις θα πρέπει να γίνεται ο έλεγχος της ανατομίας των εμβρύων και ταυτόχρονα θα πρέπει να εκτιμάται το μήκος του τραχήλου της μήτρας για τον καθορισμό του κινδύνου πρόωρου τοκετού.
Εκπαίδευση των γονέων και η προγεννητική παρακολούθηση
Η διάγνωση μιας δίδυμης κύησης αποτελεί ένα πολύ έντονο συναισθηματικά γεγονός για το ζεύγος και τον περίγυρό του είτε θετικά είτε αρνητικά όταν ιδίως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί μια σωστή σχέση με τον ιατρό ώστε να υπάρχει η κατάλληλη επικοινωνία και με τον τρόπο αυτό να μειωθεί το στρες ή τυχόν κατάθλιψη που μπορεί να φέρει μια τέτοια κύηση. Έτσι στην πρώτη επίσκεψη θα πρέπει να συζητούνται αναλυτικά τα δεδομένα και η προοπτική μιας δίδυμης κύησης όπως και οι διαφορές της από την μονήρη κύηση.
Αύξηση βάρους της μητέρας κατά την κύηση
Όπως και στις μονήρεις κυήσεις το αυξημένο βάρος πριν από την κύηση όπως αυτό εκφράζεται με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) σε συνδυασμό με την αυξημένη πρόσληψη βάρους κατά την κύηση οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη κύησης , υπέρταση και πρόωρο τοκετό. Αντίθετα χαμηλός ΔΜΣ πριν την κύηση σε συνδυασμό με χαμηλή πρόσληψη βάρους ιδίως στο 2ο τρίμηνο της κύησης μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και περιορισμού ανάπτυξης του εμβρύου. Για τον λόγο αυτό μια ενδεικτική πρόσληψη βάρους κατά την δίδυμη κύηση σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ είναι η παρακάτω:
Ο ρόλος του περιορισμού της άσκησης
Όπως και στις μονήρεις κυήσεις έτσι και στις δίδυμες ο περιορισμός της καθημερινής δραστηριότητας δεν μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού και για αυτό δεν συστήνεται αν και πολλοί ιατροί το συστήνουν χωρίς κάτι τέτοιο να έχει αποδειχθεί κλινικά.
Όσο αναφορά την σεξουαλική δραστηριότητα που κατά πολλούς οδηγεί σε συσπάσεις της μήτρας μέσω των προσταγλανδινών του σπέρματος και την έκκριση της οξυτοκίνης από την διείσδυση και τον οργασμό , η έλλειψη μελετών επί του θέματος μάλλον δεν πρέπει να αποθαρρύνει τα ζευγάρια από την σεξουαλική επαφή με την χρήση προφυλακτικού.