Σύμφωνα με τον ΠΟΥ κάθε γέννηση πριν από τις 37 εβδομάδες θεωρείται πρόωρη. Επιμέρους, εξαιρετικά πρόωρη όταν είναι πριν τις 28 εβδ. , πολύ πρόωρη πριν τις 28-32 εβδ. και απλά πρόωρη πριν τις 32-36 εβδ. . Παγκοσμίως 15 εκ νεογνά γεννιούνται πρόωρα και από αυτά το 1 εκ. πεθαίνει ενώ επιπλέον 125.000 πεθαίνουν έως την ηλικία των 5 ετών. Είναι φανερό ότι η προωρότητα αποτελεί την κυρίαρχη αιτία νεογνικής και παιδικής θνησιμότητας. Επιπλέον σε αυτά τα μωρά είναι αυξημένη η περιγενητική νοσηρότητα και η μελλοντική καθυστέρηση της νευρονάπτυξης τους. Στις ΗΠΑ το 3.26 % των γεννήσεων προέρχεται από δίδυμες κυήσεις που αποτελούν την αιτία του 20% των πρόωρων τοκετών, με το 60,3% να γεννιούνται <37 εβδ. το 19% <34 εβδ. , το 10,7% <32 εβδ., ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις μονήρεις κυήσεις είναι 8%, 2,1%, & 1,2 %.
Αίτια πρόωρου τοκετού διδύμων κυήσεων
Ο τύπος της διδύμου κύησης επηρεάζει σημαντικά το κίνδυνο πρόωρου τοκετού και αφορά την χοριονικότητα και την αμνιονικότητα της. Πιο συγκεκριμένα ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού είναι στις διχοριακές κυήσεις 7%, 2πλάσιος στις μονοχοριακές (14%) και 4πλάσιος στις μονοχοριακές μονοαμνιακές κυήσεις . Συνήθως η προωρότητα είναι αυτόματη και δευτερευόντως ιατρογενής (πρόωρη αποπεράτωση του κύησης) για την επιβίωση των εμβρύων (Σύνδρομο έμβρυο-εμβρυικής μετάγγισης, εκλεκτική καθυστέρηση ανάπτυξης ενός εμβρύου ) ιδίως στις μονοχοριακές .Τέλος μπορεί να είναι από μητρικά αίτια .
Σημαντικό ρόλο παίζει το ιστορικό πρόωρου τοκετού σε προηγούμενη κύηση όπως και η ηλικία της κύησης που συνέβη ο πρόωρος τοκετός. Τέλος, ρόλο παίζει και τυχόν προηγουμένη επέμβαση του τραχήλου της μήτρας (κωνοειδής εκτομή /LEEP) στην μητέρα .
Σε μη επιλεγμένες περιπτώσεις ο τρόπος αντιμετώπισης του πρόωρου τοκετού δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί. Η κολπική χρήση προγεστερόνης σε περιπτώσεις με βραχύ ( υπερηχογραφικά) τράχηλο (<30mm) /και η περίδεση τραχήλου σε βραχύ/ με διαστολή τράχηλο θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Ωστόσο δεν υπάρχει και συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή για το ποιος τράχηλος χαρακτηρίζεται υπερηχογραφικά βραχύς καθώς έχουν προταθεί τα 25mm αλλά και τα 20 mm σε <24 εβδ. κύησης. Επίσης μελέτες έδειξαν ότι οι επανειλημμένες μετρήσεις (από τις 16 εβδ. εως τις 28-32 εβδ.) ανά 2-3 εβδ. βοηθούν καθώς ο κίνδυνος αυξάνει όσο πιο νωρίς ξεκινά η βράχυνση του τραχήλου και όσο μεγαλύτερη είναι αυτή. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ότι το μήκος του τραχήλου εξαρτάται από την χοριονικότητα της κύησης και από το εάν η σύλληψη είναι μετά από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή καθώς για οποιαδήποτε μήκος τραχήλου ο τοκετός γίνεται 1 εβδομάδα νωρίτερα στην τελευταία σε σχέση με την αυτόματη σύλληψη.
Η μέτρηση του τραχήλου με κολπική εξέταση ή η καταγραφή των συσπάσεων της μήτρας από πλευράς της μητέρας και η παρουσία βακτηριδιακής κολπίτιδας που έχουν εξεταστεί σε μελέτες δεν αποτελούν αξιόπιστους προγνωστικούς δείκτες για πρόωρο τοκετό ενώ η ανίχνευση της εμβρυϊκής ινωδεκτίνης στα κολπικά υγρά θεωρείται πλέον μέτριας προγνωστικής αξίας από μόνης της. Ωστόσο η αξιοπιστία της αυξάνεται όταν ο ορίζοντα πρόβλεψης του πρόωρου τοκετού δεν υπερβαίνει τις 7 ημέρες και όταν συνδυάζεται με βραχύ τράχηλο. Τέλος το 2005 προτάθηκε η υπερηχογραφική διαπίστωση της παρουσίας «βύσματος» αμνιακού υγρού στον τράχηλο ως προγνωστικός δείκτης πρόωρου τοκετού. Η παρουσία τους όταν σχετίστηκε με βραχείς τραχήλους και μικρή εβδομάδα κύησης ήταν ανεξάρτητός δείκτης για πρόωρο τοκετό, χοριοαμνιονίτιδα, ρήξη υμένων στις μονήρεις αλλά και στις δίδυμες κυήσεις. Έτσι μετά τον βραχύ τράχηλο (<25mm) και την εμβρυϊκή ινωδεκτίνη αποτελεί τον τρίτο προγνωστικό δείκτη πρόωρου τοκετού. Συμπερασματικά σε όλες τις ασυμπτωματικές δίδυμες κυήσεις θα πρέπει να μετράται υπερηχογραφικά ο τράχηλος πριν τις 24 εβδ κάθε 2-3 εβδ. και από τις 16 εβδ. όταν υπάρχει ιστορικό πρόωρου τοκετού, μονοχοριακή δίδυμη κύηση, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, προηγούμενο χειρουργείο στο τράχηλο. Η χρήση της εμβρυϊκής ινωδεκτίνης μεταξύ 22-32 εβδ. σε συνδυασμό με βραχύ τράχηλο (<20mm) είναι χρήσιμος προγνωστικός δείκτης για εισαγωγή στο νοσοκομείο , χορήγηση στεροειδών και τοκόλυσης