Η ενδοηπατική ή αλλιώς μαιευτική χολόσταση χαρακτηρίζεται από κνησμό μετά τις 30 εβδομάδες που επιδεινώνεται το βράδυ και εκτείνεται σε όλο το σώμα και ιδιαίτερα στις πατούσες και τις παλάμες. Σε 15-25% των περιπτώσεων μπορεί να συνυπάρχει ήπιος ίκτερος που συνήθως εμφανίζεται 1-4 εβδομάδες μετά τον κνησμό. Μπορεί να συνυπάρχουν αϋπνία, εύκολη κόπωση, ανορεξία απώλεια βάρους, επιγαστραλγία και σκουρόχρωμα ούρα. Η συχνότητα της είναι 0,5-1,5% και τα συμπτώματα υποχωρούν εντός 4 εβδομάδων μετά την γέννηση. Συνυπάρχουν αυξημένα επίπεδα χολικών οξέων (>10μmol/L) ενώ σε πολύ αυξημένα επίπεδα (>40μmol/L) αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών όπως ο πρόωρος τοκετός μεταξύ 32-36 εβδομάδων (15-44%) , ή εισρόφησης μηκωνίου (25-45%, ) ο ενδομήτριος θάνατος (2% >37 εβδομάδες) και η μετά τον τοκετό αιμορραγία (20-22%).
Αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου έχουν οι πολύδυμες κυήσεις , οι κυήσεις μετά από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και οι γυναίκες άνω των 35 ετών. Ενώ η πιθανότητα επανεμφάνισης της νόσου σε επόμενη κύηση είναι 40-60%. Η διάγνωση γίνεται χάρη στα αυξημένα χολικά οξέα στο αίμα ενώ συχνά αυξημένη είναι η αλκαλική φωσαφατάση και τα ηπατικά ένζυμα (SGOT & SGPT)
Θεραπεία είναι η χορήγηση ουρσοδεοξυχολικού οξέος που εμποδίζει την πρόσληψη από το έντερο των αυξημένων χολικών οξέων και βοηθά στην αποβολή τους από το εμβρυικό περιβάλλον. Οι παρενέργειες του φάρμακου είναι ο πονοκέφαλος η διάρροια/δυσκοιλιότητα στο 25% των περιπτώσεων . Η παρακολούθηση του εμβρύου με καρδιοτοκογραφικό έλεγχο κάθε εβδομάδα μετά τις 32 εβδ. και ο τοκετός του στις 37-38 εβδομάδες αποτελούν το μοναδικό τρόπο ελέγχου του.